απολυσώνας

απολυσώνας
κ. -σιώνας, ο
1. χώρος όπου βόσκουν ελεύθερα τα πρόβατα ή άλλα ζωντανά
2. ελευθερία να μαζέψει κανείς τις ελιές που απόμειναν στο λιοστάσι
3. ελευθερία βοσκής
4. ελεύθερη διαβίωση, ασυδοσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απόλυση + (παραγωγική κατάλ.) -ώνας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”